πυθμένας

πυθμένας
ο / πυθμήν, -ένος, ΝΜΑ
1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ' ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.)
2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.)
αρχ.
1. η βάση, το θεμέλιο ενός πράγματος («χθόνα ἐκ πυθμένων κραδαίνειν», Αισχυλ.)
2. πρόποδες όρους
3. στέλεχος δένδρου με τη ρίζα του («παρὰ πυθμὲν' ἐλαίης», Ομ. Οδ.)
4. βλαστός φυτού («πυθμένας... κριθῶν», Διόδ.)
5. το κατώτατο εσωτερικό μέρος τών μονόθυρων οστρακόδερμων
6. το κατώτερο μέρος τών όρχεων
7. το ανώτερο μέρος τής υστέρας
8. μτφ. α) η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται κάτι («Δίκας ἐρείδεται πυθμήν», Αισχύλ.)
β) αυτός που εξουσιάζει κάτι («Ζεὺς πυθμὴν γαίης τε καὶ οὐρανοῡ», Ορφ.)
γ) προστάτης οικογένειας
9. (αριθμ.)
ο βασικός, ο θεμελιώδης αριθμός μιας ρίζας, ο ριζικός αριθμός, η τετραγωνική ρίζα
10. φρ. α) «πυθμένες λόγων» — οι θεμελιώδεις τύποι
β) «πυθμὴν Ταρτάρου» άβυσσος, χάος
γ) «πυθμὴν κακῶν» — άβυσσος κακών
δ) «ἐκ νεάτου πυθμένος ἐς κορυφήν» — από το κατώτατο μέχρι το ανώτατο σημείο, πατόκορφα
ε) «ἐπίτριτος πυθμήν» — το πρώτο ζεύγος αριθμών που έχουν τη σχέση 4:3
στ) «σμικροῡ γένοιτ' ἄν σπέρματος μέγας πυθμήν» — από μικρή αιτία μπορεί να προέλθει μεγάλο αποτέλεσμα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυθ-μήν (πρβλ. ποι-μήν, λι-μήν) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *bhudh- «έδαφος, πάτωμα», (με ανομοίωση τών δασέων) και εμφανίζεται στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με ποικίλες μορφές και σημασίες, γεγονός που οφείλεται πιθ. στον θρησκευτικό χαρακτήρα της. Στην Αρχαία Ινδική ο τ. budh-na- «ήλιος, θεμέλιο, ρίζα» ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *bhudhmno-, ενώ στη Γερμανική οι τ. εμφανίζουν επίθημα άλλοτε σε -m- και άλλοτε σε –n και ψιλό οδοντικό σύμφωνο -d- αντί τού δασέος -dh-: αρχ. άνω γερμ. bodam (από όπου το γερμ. Boden), αγγλοσαξ. botm (από όπου το αγγλ. bottom) αλλά και bodan «ήλιος, θεμέλιο», αρχ. νορβ. botn. Στην Ιταλική και Κελτική, εξάλλου, εμφανίζεται έρρινο σύμφωνο -n- μέσα στο θέμα τής λ. (πρβλ. λατ. fundus «θεμέλιο», αρχ. ιρλδ. bond) και αυτό οφείλεται σε μετάθεση τού έρρινου συμφώνου τού επιθήματος, φαινόμενο που παρατηρείται ήδη στην Ινδοευρωπαϊκή (* bhudbno- > *bund(h)o-), πρβλ. και πρακριτ. bhundha- «πάτος ποτηριού» (βλ. και λ. πύνδαξ). Στη Βαλτική και Σλαβική, τέλος, οι λ. εμφανίζουν αρκτικό d-: αρχ, σλαβ. dŭno, λιθουαν. dugnas «θεμέλιο». Στην Ελληνική η λ. πυθμήν εμφανίζει σχετικά περιορισμένη ποικιλία σημασιών αναφορικά προς τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ η σημ. «ήλιος» δεν μαρτυρείται στην Ελληνική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυθμένας — ο 1. ο πάτος κάθε κοίλου πράγματος. 2. ο βυθός θάλασσας, λίμνης, ποταμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυθμένας — πυθμήν bottom masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… …   Dictionary of Greek

  • κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… …   Dictionary of Greek

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

  • πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… …   Dictionary of Greek

  • πυθμένιο — το / πυθμένιον, ΝΜΑ [πυθμήν, ένος] μικρός πυθμένας νεοελλ. κυκλικός πυθμένας βλήματος ή κάλυκα …   Dictionary of Greek

  • πύνδαξ — ακος, ὁ, Α 1. πυθμένας αγγείου, ποτηριού ή άλλου δοχείου, πάτος 2. το κατώτατο κοίλο μέρος πλοίου 3. επικάλυμμα αμφορέα 4. λαβή ξίφους 5. φρ. «εἰσκρούω τὸν πύνδακα» (για οινοπώλη) χτυπώ προς τα μέσα τον πυθμένα μεταλλικού δοχείου για να ελαττώσω… …   Dictionary of Greek

  • φούντο — το, και φούντος, ο, Ν 1. βυθός, πυθμένας, πάτος 2. φρ. «πάει φούντο» μτφ. απέτυχε τελείως, ναυάγησε. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μσν. φοῦντος < λατ. fundus «βυθός, πυθμένας»] …   Dictionary of Greek

  • φόντο — το, Ν άκλ. 1. το βάθος οποιουδήποτε πράγματος 2. (ιδίως) το βάθος, ο ορίζοντας ενός ζωγραφικού πίνακα 3. στον πληθ. τα φόντα μτφ. α) ηθικό ή πνευματικό κεφάλαιο, προσόντα («δεν έχει τα φόντα για να πετύχει σε αυτήν τη δουλειά» δεν διαθέτει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”